DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Metallurgy (12978 entries)
thread turning τόρνευση σπειρωμάτων με μονόδοντο εργαλείο
thread whirling αποφλοίωση σπειρωμάτων
thread whirling φρεζάρισμα με ένα κοπτικό δόντι
thread-cutting τόρνευση σπειρωμάτων
threaded bar βέργα με σπείρωμα
threaded electrode cap σπειροειδές άκρο ηλεκτροδίου
threaded end σπειροειδές άκρο
threaded hose connection σύνδεσμος σωλήνα με σπείρωμα
threaded hose connection κοχλιωτό στόμιο σύνδεσης
threaded rod βέργα με σπείρωμα
threaded tube σωλήνας με ελικώσεις
threaded tube σωλήνας με κοχλιώματα
threaded work κοχλίας
threadlike inclusions νηματοειδή εγκλείσματα
three or multiples of three συστοιχία μετασχηματισμών συγκόλλησης από τρεις και πλέον μονοφασικούς μετασχηματιστές
three to single phase rotary welding apparatus περιστροφική συσκευή συγκολλήσεως τύπου μεταλλάκτου από τριφασικό σε μονοφασικό ρεύμα
three to single phase welding transformer μετασχηματιστής συγκολλήσεως από τριφασικό σε μονοφασικό ρεύμα
three-hose cutter φλογοκόπτης με τριπλή τροφοδοσία αερίου
three-hose cutting blowpipe φλογοκόπτης με τριπλή τροφοδοσία αερίου
three-hose cutting burner φλογοκόπτης με τριπλή τροφοδοσία αερίου