DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G HJ K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Coal (2469 entries)
total production ημερησία παραγωγή,ολική παραγωγή,καθαρά παραγωγή
trackless vehicles αυτοκίνητο ελαστικοφόρο όχημα
trackless vehicles αυτοδύναμο όχημα επί ελαστικών τροχών
tractor-fuel πετρέλαιο εσωτερικής καύσης
train of powder πυρήνας με μαύρη πυρίτιδα
transformation αποσύνθεση
transformation αντίδραση
transient electromagnetic measurement μέτρηση μεταβατικής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας
transport εξόρυξη
transportation μεταφορά
transportation εξόρυξη
travelling κυκλοφορία του προσωπικού
travelling plough αναμοχλευτής τύπου τσουγκράνας
travelling plough αναμοχλευτής τύπου αρίφης
travertine τραβερτίνα
treated coal κατεργασμένος άνθρακας
treatment κατεργασία
treatment εμπλουτισμός
treatment of mineral concentrates κατεργασία των εμπλουτισμένων μεταλλευμάτων
treble τριπλά στελέχη