DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Energy industry (2339 entries)
thermal or electrical energy producing reactor αντιδραστήρας παραγωγής θερμικής ή ηλεκτρικής ενέργειας
thermal output θερμική ισχύς
thermal power station θερμική εγκατάσταση παραγωγής ενέργειας
thermal power station θερμοηλεκτρικός σταθμός' θερμικός σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
thermal power station unit μονάδα θερμοηλεκτρικού σταθμού
thermal power unit μονάδα θερμοηλεκτρικού σταθμού
thermal solar energy ηλιακή θερμική ενέργεια
thermization θέρμισμα
thermo-electric heat pump θερμοηλεκτρική αντλία θερμότητας
thermocouple amplifier ενισχυτής θερμοστοιχείων
thermomechanical solar power plant ηλιοθερμικóς σταθμóς ηλεκτροπαραγωγής
thermomechanical solar power plant ηλιακóς θερμοηλεκτρικóς σταθμóς
thermophysical measurement of the properties of fuels at very high temperatures θερμοφυσική μέτρηση των ιδιοτήτων των καυσίμων σε πολύ υψηλή θερμοκρασία
thermopile θερμοηλεκτρική στήλη
thermosiphon system κυκλοφορία δια της βαρύτητας
thermostat θερμοστάτης
third energy package τρίτη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ
third energy package τρίτη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την ενέργεια
third legislative package for an internal EU gas and electricity market τρίτη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την ενέργεια
third legislative package for an internal EU gas and electricity market τρίτη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ