DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Transport (47393 entries)
staging post αεροσταθμός εξυπηρέτησης
staging post αεροσταθμός ανεφοδιασμού
staging station for a goods train σταθμός στάσης εμπορικής αμαξοστοιχίας
staging yard δέσμη γραμμών στάθμευσης διερχομένων αμαξοστοιχιών
staging yard άτρακτος γραμμών στάθμευσης διερχομένων αμαξοστοιχιών
stagnation line γραμμή αναστολής
stained wood λεκιασμένο ξύλο
stairway door θύρα κλίμακας
stairway door πόρτα σκάλας
stairway enclosure περίφραγμα κλίμακας
stairway enclosure περίφραγμα κλιμακοστασίου
stake πάσσαλος
stake body truck φορτηγό αυτοκίνητο με καρότσα που έχει πήχες στο πάνω μέρος των πλευρικών τοιχωμάτων της
stake-body truck κάρο με αφαιρετά πλευρικά τοιχώματα
Stakeholders' Advisory Group on Aviation Security Συμβουλευτική ομάδα ενδιαφερομένων για την αεροπορική ασφάλεια
staking ασφάλιση με πόντα
staking ποντάρισμα
staking out πασσάλωση
stall θέτω σε απώλεια στήριξης
stall Απώλεια στήριξης