DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (36483 entries)
single slag process μέθοδος απλής σκωρίασης
single stage rocket, single step rocket πύραυλος μονόροφος
single well μονή γεώτρηση
single window υπηρεσία μίας στάσης
single-barrier containment απλό προστατευτικό περίβλημα
single-blade propeller μονοπτερύγιος έλικα
Single-current mode Μέθοδος απλού ηλεκτρικού ρεύματος
single-pass welding μονοστρωματική συγκόλληση
single-phase network μονοφασικό δίκτυο
single-run welding μονοστρωματική συγκόλληση
single-shot firearm όπλο μιας βολής
single-shot short firearm with centrefire percussion βραχύκαννο πυροβόλο όπλο μιας βολής με κεντρική επίκρουση
single-stage rocket μονόροφος πύραυλος
single-warhead missile πύραυλοι με μία πυρηνική κεφαλή
single-warhead missile πύραυλος με μια πυρηνική κεφαλή
sink βουλιάζω
sink νιπτήρας
sink a ring of boreholes around the site of the shaft εκτελούμεν γεωτρήσεις κυκλικώς περί την προβλεπομένην θέσιν του φρέατος
sinker εμβυθιζόμενη ράβδος
sinker bar εμβυθιζόμενη ράβδος