DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34530 entries)
single preferential transferable voting system μονοεδρικό προτιμησιακό σύστημα ψηφοφορίας με μεταφορά της ψήφου
single premium εφάπαξ ασφάλιστρα
single programming document ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού
single set of forces ενιαίο σύνολο δυνάμεων' ένα και μόνο σύνολο ενόπλων δυνάμεων
single slag process μέθοδος απλής σκωρίασης
single stage rocket, single step rocket πύραυλος μονόροφος
single well μονή γεώτρηση
single window υπηρεσία μίας στάσης
single-barrier containment απλό προστατευτικό περίβλημα
single-blade propeller μονοπτερύγιος έλικα
Single-current mode Μέθοδος απλού ηλεκτρικού ρεύματος
single-pass welding μονοστρωματική συγκόλληση
single-phase network μονοφασικό δίκτυο
single-run welding μονοστρωματική συγκόλληση
single-shot firearm όπλο μιας βολής
single-shot short firearm with centrefire percussion βραχύκαννο πυροβόλο όπλο μιας βολής με κεντρική επίκρουση
single-stage rocket μονόροφος πύραυλος
single-warhead missile πύραυλοι με μία πυρηνική κεφαλή
single-warhead missile πύραυλος με μια πυρηνική κεφαλή
sink βουλιάζω