DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (36483 entries)
service braking system σύστημα πέδησης πορείας
service card υπηρεσιακό δελτίο' υπηρεσιακή ταυτότητα
service charge επιβάρυνση σέρβις
service contract δημόσια σύμβαση υπηρεσιών
service contract δημόσια σύμβαση παροχής υπηρεσιών
service contract awarded in the interests of the Commission σύμβαση παροχής υπηρεσιών που συνάπτεται προς το συμφέρον της Επιτροπής
service contractor επίσημος ανάδοχος
service contractor γενικός ανάδοχος
service door θύρα επιβατών
service employment απασχόληση στον τομέα της παροχής υπηρεσιών
service level agreement συμφωνία επιπέδου εξυπηρέτησης
service level agreement συμφωνία επιπέδου υπηρεσιών
service of public interest υπηρεσία δημοσίου συμφέροντος
service personnel of consular offices προσωπικό που υπηρετεί στις προξενικές υπηρεσίες
service personnel of diplomatic representative offices προσωπικό που υπηρετεί στις διπλωματικές αποστολές
service pressure πίεση παροχής
service pressure πίεση υπηρεσίας
service record book στρατιωτικό βιβλιάριο
service reservoir υδαταποθήκη υπηρεσίας,υδατόπυργος
Service routine:utility routine Βοηθητική ρουτίνα