DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Forestry (3099 entries)
saw cut εντομή πριονιού
saw cuts τομές από πριόνι
saw cutting unit δισκοπρίονο
saw cutting unit μονάδα κοπής
saw cylinder κύλινδρος κοπής
saw log στρογγύλη ξυλεία
saw log κορμοτεμάχιο
saw log "βουβά"
saw yield απόδοση παραγωγής πριστής ξυλείας
sawblade λεπίδα πριονιού
sawing box φαλτσοκούτι
sawing cylinder κύλινδρος πρίσης
sawlog στρογγύλη ξυλεία για πρίση
sawlog-sized tree δέντρο κατάλληλου μεγέθους για πρίση
sawmill πριονιστήριο ξυλείας
sawn goods πριστή ξυλεία
sawn wood πριστή ξυλεία
sawyer χειριστής πριονιού
scaffolding σκαλωσιά
scaled ταξινομημένο