Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Mechanic engineering
(24157 entries)
riser
στόμιον μετά σωλήνος ανυψώσεως
riser
σωλήν ανυψώσεως
riser outlet
σωλήν ανυψώσεως
riser outlet
στόμιον μετά σωλήνος ανυψώσεως
riser turnout
σωλήν ανυψώσεως
riser turnout
στόμιον μετά σωλήνος ανυψώσεως
risers pipe
σωληνωτή υδροληψία
rising out of synchronism
υπέρβαση ταχύτητας συγχρονισμού
rivet
καρφώνω
rivet
πραγματοποιώ ήλωση
rivet
στερεώνω με ήλους
rivet back-mark
γραμμή χαράξεως ηλώσεως
rivet buster
εργαλείο αποκοπής καρφιών
rivet countersink
εργαλείο διάτρησης διεύρυνσης ήλων κωνικών κεφαλών
rivet cross section
διατομή ήλου
rivet diameter
διάμετρος ήλου
rivet gauge line
γραμμή χαράξεως ηλώσεως
rivet head
κεφαλή ήλου
rivet heating
θέρμανση ήλων
rivet heating
πυράκτωση ύλων
Get short URL