DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (36483 entries)
restrictive measure περιοριστικό μέτρο
restrictive mechanism περιοριστικός μηχανισμός
restrictive policy on visas περιοριστική πολιτική κατά τη χορήγηση ταξιδιωτικών θεωρήσεων
restructuring of the shipbuilding industry αναδιάρθρωση των ναυπηγείων
restructuring of the steel industry αναδιάρθρωση της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα
result καταλήγω
result αποτέλεσμα
result necessarily from απορρέουν υποχρεωτικώς από
result of invitations to tender αποτέλεσμα προκηρύξεων διαγωνισμών
resume αρχίζω εκ νέου
resumption of political dialogue επανάληψη του πολιτιστικού διαλόγου
resumption of session επανάληψη της συνόδου
resuspension in the containment επαναιώρηση κατά τη διαδικασία της απομόνωσης
retail λιανική
retail λιανικό
retail λιανικός
retail organisation ένωση εμπόρων λιανικής
retailer έμπορος
retain διατηρώ
retain συγκρατώ