Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(36483 entries)
reinsurance premiums due from ceding and retroceding insurance undertakings
ασφάλιστρα αντασφάλισης από εκχωρούσες επιχειρήσεις και επανεκχωρούσες ασφαλιστικές επιχειρήσεις
reinsurance to close
σύμβαση αντασφάλισης για λόγους κλεισίματος
("reinsurance to close")
reintegration of the long-term unemployed
επανένταξη
στην αγορά εργασίας
των επί μακρόν ανέργων
reintroduce the levying of duties
αποκατάσταση της εφαρμογής των τελωνειακών δασμών 2. επαναφορά της επιβολής τελωνειακών δασμών
Reitox network
Ευρωπαϊκό δίκτυο πληροφόρησης για τα ναρκωτικά και την τοξικομανία
reject
απρρίπτω
rejected bidder
απορριφθείς υποψήφιος
rejection
αποβολή
rejectionist
ο έχων ως αρχή την άρνηση
relate
σχετίζω
relate to the production of or trade in arms, munitions and war materials
που αφορούν την παραγωγή ή το εμπόριο όπλων, πολεμοφοδίων και πολεμικού υλικού
related
συναφές
related
συναφής
related languages
συγγενείς γλώσσες
related languages
συγγενικές γλώσσες
Relation between sound pressure levels of narrow bands of noise in a diffuse field and in a frontally incident free field for equal loudness
Σχέση ανάμεσα στις στάθμες ηχητικής πιέσεως στενών ζωνών θορύβου σε διάχυτο ηχητικό πεδίο και σε ελεύθερο ηχητικό πεδίο με μετωπική πρόσπτωση για ίση ακουστότητα
relationship
συνάφεια
relative
σχετική
relative
σχετικό
relative
σχετικός
Get short URL