DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Communications (30056 entries)
qualified official ενδεδειγμένος ανώτερος υπάλληλος
qualified operator κατάλληλος φορέας
qualifier bit προσδιοριστικό δυφίο
qualifier bit δυφίο Q
qualitative improvement ποιοτική βελτίωση
quality assessment εκτίμηση ποιότητας
quality evaluation εκτίμηση ποιότητας
quality of an international manual demand service ποιότητα ταχείας διεθνούς χειροκίνητης εξυπηρέτησης
quality of data transmission ποιότητα μετάδοσης δεδομένων
quality of performance επίδοση
quality of performance ποιότητα λειτουργίας
quality of service ποιότητα εξυπηρέτησης' ποιότητα παρεχόμενης υπηρεσίας
quality of service ποιότητα παρεχόμενης υπηρεσίας
quality of service ποιότητα υπηρεσίας
quality of service classes κατηγορίες ποιότητας υπηρεσίας
quality of service indicator ενδείκτης ποιότητας υπηρεσίας
quality of service supervisory ποιότητα εποπτικής υπηρεσίας
quantisation κβαντοποίηση
quantisation distortion θόρυβος κβαντοποίησης
quantisation distortion παραμόρφωση κβαντοποίησης