Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y Z
<<
>>
Terms for subject
Business
(550 entries)
payment of interim dividends
προκαταβολή μερισμάτων
person acting in his own name but on behalf of ...
πρόσωπο που ενεργεί στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό τρίτου
person employed
μέλος του προσωπικού που απασχολείται
person of good repute
έντιμο πρόσωπο
person providing the security
παρέχων εγγύηση
person responsible for auditing the accounts
πρόσωπο υπεύθυνο
(υπεύθυνος)
για τον έλεγχο των λογαριασμών
person responsible for carrying out the statutory audits of accounting documents
πρόσωπο υπεύθυνο
(υπεύθυνος)
για τον έλεγχο των λογιστικών εγγράφων
PIN number
προσωπικός αριθμός αναγνώρισης
point-of-sale terminal
τερματικά σε σημεία πώλησης
policyholder
αντισυμβαλλόμενος; ασφαλισμένος
policyholder
ασφαλιζόμενος
positive and negative translation differences
θετικές και αρνητικές εκ μετατροπής διαφορές
Prague declaration
Δήλωση της Πράγας
precautionary supervision
προληπτικός έλεγχος
premier borrower
δανειολήπτης πρώτης τάξης
premier borrower
δανειζόμενος πρώτης κατηγορίας
preparation of consolidated accounts
τρόπος καταρτίσεως των ενοποιημένων λογαριασμών
prime borrower
δανειολήπτης πρώτης τάξης
prime borrower
δανειζόμενος πρώτης κατηγορίας
principal and supplemental register
συμπληρωματικό μητρώο
(σημάτων)
Get short URL