Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Metallurgy
(12978 entries)
oiled
λαδωμένος
oiled
λιπασμένος
old burnt pig
παλαιά καμένα χυτά
old machine cast pig
απομέταλλα παλαιών μηχανών
on edge
στίς άκρες
on edge
στήν παρυφή
on load secondary voltage
δευτερεύουσα τάση υπό φορτίο
on-load voltage regulating transformer
εφεδρικός μετασχηματιστής
on-time
χρόνος ροής ρεύματος
one piece nozzle
μονοκόμματο ακροφύσιο κοπής
one piece nozzle
μονοκόμματο ακροφύσιο
one piece nozzle with central cutting bore
μονοκόμματο ακροφύσιο κοπής με κεντρική τρύπα κοπής
one-off job
κατασκευή ανά μονάδα
one-part adhesive
μονοσυστατικό κολλώδες
one-sided statistical tolerance interval
στατιστικό μονόπλευρο διάστημα ανοχής
one-sided tolerance interval
μονόπλευρο διάστημα ανοχής
opacifying power
ικανότητα συγκαλύψεως
opacifying power
ικανότητα καλύψεως
opacity
συντελεστής αδιαφάνειας
opaque spot
λεκές λαδιού
Get short URL