Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(34530 entries)
main expert
κύριος εμπειρογνώμων
main language
κύρια γλώσσα
Main Planning Conference
Κύρια σύσκεψη σχεδίασης
Main Planning Meeting
Συνεδρίαση Βασικού Σχεδιασμού
Main Planning Team
κύρια ομάδα σχεδίασης
main shaft
στροφαλοφόρος άξονας
main shell
κύρια στιβάδα
main vacuum vessel
κύριο δοχείο κενού
mainland Russia
ηπειρωτική Ρωσία
mainly
κυρίως
mainstreaming
συνεκτίμηση διάστασης σε κοινοτική πολιτική
maintain
συντηρώ
maintainability
δυνατότης συντηρήσεως
maintaining family unity
διατήρηση της οικογενειακής ενότητας
maintaining readiness
διατήρηση ετοιμότητας
maintenance aid
ενισχύσεις για τη συντήρηση
maintenance and repairs
συντήρηση και επισκευές
maintenance assistance
ενισχύσεις για τη συντήρηση
maintenance bypass
παράκαμψη λόγω συντηρήσεως
maintenance conservation
συντήρηση
Get short URL