DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (36483 entries)
lone father άγαμος πατέρας
lone mother άγαμη μητέρα
lone mother ανύπαντρη μητέρα
lone parent μόνος γονέας
lone parent family μονογονεϊκή οικογένεια
lonely μοναχική
lonely μοναχικό
lonely μοναχικός
long μακριά
long μακροχρόνια
long μακροχρόνιο
long μακροχρόνιος
long μακρύ
long σε μεγάλη χρονική απόσταση
long μακρύς
long arm with compressed air propellant mechanism μακρύκαννα αεροβόλα όπλα
long arm with gas propellant mechanism μακρύκαννα όπλα με ωστική δύναμη που προέρχεται από αέριο
long fibre μακριά ίνα
long firearm μακρύκανο πυροβόλο όπλο
long grain rice μακρόσπερμο ρύζι