DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V WY Z   <<  >>
Terms for subject Finances (25411 entries)
limit order περιορισμένη εντολή
limit order εντολή με όριο
limit order book βιβλίο εντολών με όριο τιμής
limit price οριακή τιμή
limit up όριο ανόδου τιμής
limit up ανώτατο όριο (διακύμανσης) limit up
limited περιορισμένη
limited company ανώνυμη εταιρεία
limited company Ανώνυμη Εταιρία
limited interest περιορισμένο δικαίωμα
limited order περιορισμένη εντολή
limited recourse περιορισμένο δικαίωμα αναγωγής
limited tax liability περιορισμένη φορολογική υποχρέωση
limited-tax general obligation bond ομολογίες περιορισμένης φορολογικής επιβάρυνσης
Limiting Party περιορίζον μέρος
limits of the budget appropriations πλαίσια των πιστώσεων του προϋπολογισμού
line chart γραμμικό διάγραμμα
line of route grouping όμιλος άξονα
linear growth depreciation υποτίμηση με γραμμική αύξηση
linear redemption γραμμική απόσβεση