Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Transport
(47393 entries)
lean coals
αδύνατο κάρβουνο
lean coals
πτωχός άνθρακας
learner driver
μαθητευόμενος μηχανοδηγός
lease an aircraft registered in another Member State
μίσθωση αεροσκάφους εγγεγραμμένου σε άλλο κράτος μέλος
leased car
όχημα νοικιασμένο
leased land
ενοικιασθείσα έκταση
leased line
παραχωρηθείσα γραμμή
leased site
ενοικιασθείσα έκταση
leasing liability
ευθύνη μίσθωσης
leave late
αναχωρώ με καθυστέρηση
leave late
φεύγω με καθυστέρηση
leave on time
αναχωρώ ακριβώς
leave on time
φεύγω στην ώρα μου
leave port
αποπλέω
leave train
αμαξοστοιχία μεταφοράς αδειούχων στρατευμένων
leaving wall
τοίχος της κατάντη κεφαλής
leaving wall
τοίχος φυγής
LED module
δομοστοιχείο διόδου φωτοεκπομπής
LED module
ενότητα LED
ledge
ακμή
Get short URL