Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(36483 entries)
latch jack
χουλιαροάγκιστρο
late
αργοπορημένη
late
αργοπορημένο
late
καθυστερημένη
late
καθυστερημένο
late
καθυστερημένος
late
αργοπορημένος
late completion of a contract
καθυστέρηση εκτέλεσης συμβάσεως
late night
νυχτερινό ωράριο
late registration
καθυστερημένη εγγραφή
late repayment of the assistance
καθυστέρηση καταβολής των συνδρομών
late saver
επιβάτης της τελευταίας στιγμής
lately
πρόσφατα
latent defect
λανθάνον ελάττωμα
latent effect
λανθάνουσα επίπτωση
latent fingerprint
λανθάνοντα δακτυλικά αποτυπώματα
latent fingerprint image
εικόνα λανθανόντων δακτυλικών αποτυπωμάτων
latent identifier
Αναγνωριστικός Λανθάνοντος Αποτυπώματος
lateral position
πλάγια θέση
Latest Arrival Time
τελευταία προθεσμία όσον αφορά την άφιξη
Get short URL