DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Economy (17046 entries)
labor productivity παραγωγικότητα της εργασίας
labour demand ζήτηση εργατικού δυναμικού
labour demand ζήτηση εργασίας
labour density διαθέσιμο εργατικό δυναμικό ανά μονάδα επιφανείας
labour dispute εργασιακή σύγκρουση
labour efficiency βαθμός αποδόσεως προσωπικού
labour flexibility ευελιξία της εργασίας
labour force εργατικό δυναμικό
labour force οικονομικώς ενεργός πληθυσμός ; εργατικό δυναμικό
labour force participation συμμετοχή στην αγορά εργασίας
labour force participation rate ποσοστό απασχόλησης
labour force participation rate ποσοστό απασχολουμένων
labour force penetration ποσοστό απασχόλησης
labour force penetration ποσοστό απασχολουμένων
labour force per unit of area διαθέσιμο εργατικό δυναμικό ανά μονάδα επιφανείας
labour force required αναγκαίο εργατικό δυναμικό
labour hoarding διατήρηση προσωρινώς υπεράριθμου προσωπικού για την αντιμετώπιση αυξημένων μελλοντικών αναγκών
labour income εργατικό εισόδημα
labour income δεδουλευμένο εισόδημα
labour income εισόδημα από εργασία