Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Law
(15794 entries)
it is in the State in which the company or association has its seat that information about the company of association will have been notified and made public
διατυπώσεις συστάσεως της εταιρείας
it shall be for the Court to determine whether ... is well founded
τo Δικαστήριο είναι αρμόδιο για την ερμηνεία της...
it shall be renewable
η θητεία τους διαρκεί τέσσερα έτη και δύναται να ανανεωθεί
it was absolutely impossible for the decision to be complied with
περίπτωση απόλυτης αδυναμίας εκτέλεσης της απόφασης
item
αποδεικτικό έγγραφο
item of evidence
αποδεικτικό στοιχείο
item produced in evidence
πειστήριο
itinerant criminal group
διακινούμενη εγκληματική ομάδα
jailing
κράτηση
janitor
φύλακας υπηρεσίας
JHA safeguard clause
ρήτρα διασφάλισης για τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις
job
θέση
job
θέση εργασίας
job analysis
ανάλυση εργασίας
job analysis
μελέτη εργασίας
job element
στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας
job evaluation
αξιολόγηση της εργασίας
job hierarchy
ιεραρχία θέσεων εργασίας
job processing
εργασία υπεργολαβίας
job processing
εργασία φασόν
Get short URL