Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y Z
<<
>>
Terms for subject
Business
(550 entries)
have a material effect
έχω σημαντική επίδραση
high quality borrower
δανειολήπτης πρώτης τάξης
high quality borrower
δανειζόμενος πρώτης κατηγορίας
High-Level Group of Company Law Experts
Ομάδα Υψηλού Επιπέδου Εμπειρογνωμόνων για το Εταιρικό Δίκαιο
hold by way of security
κατέχω ως εγγύηση; κατέχω για εγγύηση
hold shares
κατέχω μετοχές ή μερίδια
hold shares
κατοχή μετοχών ή μεριδίων; κατέχω μετοχές
hold shares
είμαι κάτοχος μετοχών ή μεριδίων
holding company
εταιρία χαρτοφυλακίου
holdings
δικαιώματα στο κεφάλαιο
home party selling
πώληση με διοργάνωση κατ' οίκον εκδηλώσεων
identifiable assets and liabilities
αναγνωρίσιμα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού
immaterial amount
ασήμαντο ποσό
important event
σημαντικό γεγονός
income and expenditure
κέρδη και ζημίες; έσοδα και έξοδα
income and expenditure items
έσοδα και έξοδα
income arising from the spreading on a time basis of the discount on assets acquired at an amount below the sum payable at maturity
έσοδα που προκύπτουν όταν υπαχθούν κλιμακωτά στο οικονομικό αποτέλεσμα τα ωφελήματα που απορρέουν από την κτήση στοιχείων του ενεργητικού με καταβολή ποσού κατώτερη από το πληρωτέο κατά τη λήξη
income from participating interests
έσοδα από συμμετοχές
income from securities
έσοδα από τίτλους
income from shares and other variable-yield securities
έσοδα από μετοχές, μερίδια και άλλους τίτλους μεταβλητής αποδόσεως
Get short URL