DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (36483 entries)
file αρχείο,φάκελος
file a case αρχειοθετώ μια υπόθεση
File address checking program Πρόγραμμα ελέγχου των διευθύνσεων αρχείου
file classification διαβάθμιση των αρχείων
file down λιμάρω
File list Λίστα αρχείου
file mark ένδειξη αρχείου
file print Λίστα αρχείου
File recovery Επανόρθωση αρχείου
File storage Μνήμη αρχείου
File-addressing pockets Θύλακες προσδιορισμού διεύθυνσης αρχείου
file-cover κάλυμμα φακέλλου
File-oriented system Σύστημα ειδικό για αρχεία
filial leave άδεια για τη φροντίδα εξαρτώμενου μέλους
fill γεμίζω
fill πρόνοια
fill πληρώ
fill a vacancy πληρώνω κενή θέση
fill a vacancy, to πληρώνω κενή θέση
fill material υλικό πληρώσεως