DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Transport (46147 entries)
fair in place επισκευάζω επί τόπου
fair-lead οδηγός συρματόσχοινου
faired αεροδυναμική κατασκευή
faired αεροδυναμική γραμμή
faired position θέση πλήρους ανάσυρσης
fairing έμμορφο περίβλημα
fairing αεροδυναμική μορφή
fairing boat-tail section στένωση διαμόρφωσης ρύγχους
fairing ejection εκτινασσόμενο αεροδυναμικό κάλυμμα
fairings δευτερεύοντα αεροδυναμικά καλύμματα
fairlead έντροχο
fairlead μπαστέκα
fairlead τονοδηγός
fairway δίαυλος ναυσιπλοας
fairway area περιοχή διαύλου ναυσιπλοΐας
fairways accessible for large vessels μεγάλες ποτάμιες οδοί
FAL Convention σύμβαση FAL
FAL Convention Σύμβαση "περί διευκολύνσεως της διεθνούς ναυτιλιακής κινήσεως"
FAL section Τμήμα διευκολύνσεων της ΔΟΠΑ (ICAO, Διεθνούς Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας) ; Τμήμα "FAL"Διευκόλυνση της αεροπλοϊας
fall αγόμενο