Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Transport
(46098 entries)
equalizer
αντισταθμιστική ράβδος
equalizing and reduction limiting
(combined)
reservoir
αεροφυλάκιο εξισορρόπησης και περιορισμού μείωσης πίεσης
equalizing and reduction limiting
(combined)
reservoir
δεξαμενή εξισορρόπησης και περιορισμού μείωσης πίεσης
equalizing discharge valve
εμβολοφόρος βαλβίδα εξισορρόπησης
equalizing link
αντισταθμιστική ράβδος προσκρουστήρα
equalizing piston valve
εμβολοφόρος βαλβίδα εξισορρόπησης
equalizing portion
δομοστοιχείο εξισορρόπησης
equalizing reservoir cut-off valve
βαλβίδα απομόνωσης δεξαμενής εξισορρόπησης
equalizing reservoir cut-off valve
κρουνός απομόνωσης αεροφυλακίου εξισορρόπησης
equalizing reservoir pressure adjustment
ρυθμιστής πίεσης αεροφυλακίου εξισορρόπησης
equalizing reservoir pressure adjustment
ρύθμιση πίεσης δεξαμενής εξισορρόπησης
equally divided traffic carrying
ισομερής κατανομή των συγκοινωνιών
equated distance
ισοδύναμη απόσταση
equated distance
ιδανική απόσταση
equated distance
ιδεατή απόσταση
equilibrium of strain
όριο παραμόρφωσης
equipment bay
χώρος οργάνων
equipment car
όχημα εργαστήριο
equipment car
όχημα με εξαρτήματα
equipment expenses
δαπάνες τροχαίου υλικού
Get short URL