DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (36491 entries)
energy technology research projects Σχέδιο έρευνας και επιδείξεων για την ενέργεια
enforce επιβάλλω
enforceable judgment εκτελεστή απόφαση' καταδικαστική απόφαση
enforcement συμμόρφωση
enforcement μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης
enforcement action αστυνόμευση
enforcement apparatus μηχανισμός επιβολής του νόμου
enforcement notification ειδοποίηση συμμορφώσεως
enforcement of copyright τήρηση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας
enforcement policy πολιτική που ακολουθείται για την εφαρμογή του κανονισμού
engage δεσμεύομαι
engage in an occupation whether gainful or not, to ασκώ επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη
engage in an outside activity, whether gainful or not ασκώ εξωυπηρεσιακή δραστηριότητα,αμειβόμενη ή μη
engage in an outside activity, whether gainful or not, to ασκώ εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη
engage under contract προσλαμβάνω με σύμβαση
engage under contract, to προσλαμβάνω με σύμβαση
engagement plan σχέδιο εμπλοκής
engine casing φωταγωγός μηχανών
engine driver χειριστής μηχανής
engine fitter εφαρμοστής