DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V WY Z   <<  >>
Terms for subject Finances (25411 entries)
debenture bond προνομιούχες μετοχές
debenture bond δανειακός τίτλος ενυπόθηκος
debenture bond ενυπόθηκες ομολογίες
debenture bond ομόλογο
debenture bond ομολογία
debenture certificate ομόλογο επιχείρησης ή τράπεζας
debenture holder ομολογιούχος
debenture holder κάτοχος ομολογιών
debenture holder κάτοχος ομολογιακών τίτλων
debenture loan ομολογιακό δάνειο
debenture outstanding ομολογιακό δάνειο
debenture stock προνομιούχες μετοχές
debenture stock δανειακός τίτλος ενυπόθηκος
debenture stock ενυπόθηκες ομολογίες
debenture stock ομόλογο
debenture stock ομολογία
debenture with a warrant ομολογία με δικαιώματα
debenture with warrant ομολογία με δικαιώματαwarrant
debenture with warrant ομολογία με δικαίωμα επιλογής
debenture with warrant πιστοποιητικό εκδιδόμενο συγχρόνως με τα χρεόγραφα,το οποίο αναγνωρίζει στον κομιστή χρεογράφου το προνόμιο να αγοράσει χρεόγραφα υπό ορισμένους όρους