DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Energy industry (2339 entries)
Department of Energy Υπουργείο Ενέργειας; Υπουργείο ενεργείας των ΗΠΑ
Department of Primary Industries and Energy Υπηρεσία Πρωτογενούς Βιομηχανίας και Ενέργειας
depleted fuel ακτινοβολημένο πυρηνικό καύσιμο
depleted fuel αναλωμένα πυρηνικά καύσιμα
depleted fuel αναλωμένο πυρηνικό καύσιμο
depleted fuel εξαντλημένο πυρηνικό καύσιμο
design basis προδιαγραφές σχεδιασμού' βάση σχεδιασμού
dielectric isolation διηλεκτρική μόνωση
diesel βενζίνη και πετρέλαιο κίνησης
diesel ντήζελ
diesel fuel ντήζελ
diesel fuel βενζίνη και πετρέλαιο κίνησης
diesel oil βενζίνη και πετρέλαιο κίνησης
diester διεστέρας
differential amplifier διαφορικός ενισχυτής
differentiator διαφοροποιητής
diffuse radiation διάχυτη ακτινοβολία' διαχεόμενη ακτινοβολία
diffusor-augmented wind turbine αεροκινητήρας τύπου Venturi
diffusor-augmented wind turbine ανεμογεννήτρια με συγκεντρωτή
digester δεξαμενή χωνεύσεως