DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34530 entries)
crowd management διαχείριση του πλήθους
crucial ζωτική
crucial ζωτικό
crucial ζωτικός
crucible chamber θάλαμος χωνευτηρίου
crucible chamber θάλαμος χωνεύσεως
crucify σταυρώνω
crud ακάθαρτο
crud ακατέργαστο
crude glycerol obtained by enzymic saponification γλυκερίνη ακάθαρτος εκ ζυμώσεωςσαπωνοποίησις δι'ενζύμων
crude milk νωπό γάλα
crude oil container δεξαμενή πετρελαίου
cruel σκληρό
cruel σκληρός σκληρή
cruise κάνω κρουαζιέρα
cruise missile περιηγητικός πύραυλος
cruise missile πύραυλος Κρουζ
cruise missile carrier φορέας πυραύλου Kρούζ
cruise missile carrier φορέας πυραύλου Κρουζ
cruise missile submarine, conventionally powered πετρελαιοκίνητο υποβρύχιο εκτόξευσης πυραύλων Κρουζ