DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V WY Z   <<  >>
Terms for subject Construction (6110 entries)
crest of slope παρυφή ενός πρανούς
crib ξυλοπαγές φράγμα
crib dam ξυλοπαγές φράγμα
crib weir φράγμα εκ δικτυωτών ξυλοκιβωτίων
cross bracing αντιανέμιος σύνδεσμος
cross frame εγκάρσιο πλαίσιο
cross girder δοκάρι λοξό στον άξονα
cross girder εγκάρσιο δοκάρι
cross girder κάθετο δοκάρι
cross girder πλάγιο δοκάρι
cross joint εγκάρσιος αρμός
cross member πλάγιο δοκάρι
cross member δοκάρι λοξό στον άξονα
cross member εγκάρσια δοκός
cross member εγκάρσιο δοκάρι
cross member κάθετο δοκάρι
cross section of a member διατομή ράβδου
cross truss πλάγιο δοκάρι
cross truss δοκάρι λοξό στον άξονα
cross truss εγκάρσια δοκός