DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V WY Z   <<  >>
Terms for subject Law (16080 entries)
considering an asylum claim εξέταση αίτησης ασύλου
consolidate ενοποιώ
Consolidated Law on private insurance κωδικοποιημένος νόμος για τις ιδιωτικές ασφαλίσεις
consolidated profit method μέθοδος ενοποίησης των αποτελεσμάτων
consolidated profits system καθεστώς του ενοποιημένου κέρδους
consolidated text eνοποιημένο κείμενο
consolidated text ενοποιημένο κείμενo
consolidated text of the arrangement παγιοποιημένο κείμενο της συμφωνίας
consolidated version ενοποιημένο κείμενo
consolidation κωδικοποίηση
consolidation Συμπληρωματική διάταξη ανακατάταξη
consolidation ανεπίσημη ενοποίηση
consolidation ενοποίηση του κειμένου νομοθετικών πράξεων
consolidation ερμηνευτική κωδικοποίηση
consolidation συντονιστική κωδικοποίηση
consolidation accounts μεταβατικό κλείσιμο με σκοπό την ενοποίηση
consolidation for information purposes ενημερωτική κωδικοποίηση
consolidation of Community legislation ενοποίηση της τεκμηρίωσης του κοινοτικού δικαίου
consortium agreement συμφωνία για σύσταση κοινοπραξίας
conspiracy συμμορία