Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(34539 entries)
collective
συλλογική
collective
συλλογικό
collective
συλλογικός
collective accident
ομαδικό ατύχημα
collective and human security
κοινή και ανθρώπινη ασφάλεια
Collective Bargaining Recommendation, 1981
Σύσταση για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων ; Σύσταση για τις συλλογικές διαπραγματέυσεις, 1981
collective capability goal
στόχοι συλλογικού δυναμικού
collective control
γενικός έλεγχος
collective defence
συλλογική άμυνα
collective dose
συλλογική δόση
collective dose
ομαδική ισοδύναμη δόση
collective movement order
ομαδική εντολή μετακίνησης
collective resignation
συλλογική παραίτηση
Collective Security Treaty
Σύμφωνο Συλλογικής Ασφάλειας
Collectivity of Saint Martin
Κοινότητα του Αγίου Μαρτίνου
Collector
Διοικητής Διαμερίσματος
(collector)
collector coin
συλλεκτικό κέρμα
collector-storage wall
τοíχος Trombe
College
Συλλογικό όργανο της Eurojust
college
κολλέγιο
Get short URL