Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(34530 entries)
chaplaincy
αξίωμα ιερέως
chaplaincy
θρησκευτική υπηρεσία νοσοκομείου
chaplaincy
μέριμνα για τη σωτηρία της ψυχής
Chapman-Stone medium
θρεπτικό υλικό Chapman-Stone
Chaptal-Jean-Campo-Carli syndrome
σύνδρομο Chaptal-Jean-Carli
chapter
διαπραγματευτικό κεφάλαιο
characterise
χαρακτηρίζω
characteristic
χαρακτηριστική
characteristic
χαρακτηριστικός
characteristic velocity
χαρακτηριστική ταχύτητα
characterization of materials
χαρακτηρισμός υλικών
charcoal burner
επόπτης καύσης άνθρακα
charge
το φορτίζειν υπό πίεση
charge
το φορτίζειν
charge
(verb; reactor)
φορτίζω αντιδραστήρα
charge
(noun; reactor)
φορτίο αντιδραστήρα
charge
χρεώνω
charge
κατηγορώ
chargé d'affaires e.p.
μόνιμος επιτετραμμένος
chargé d'affaires en pied
μόνιμος επιτετραμμένος
Get short URL