DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V WY Z   <<  >>
Terms for subject Construction (5994 entries)
cement concrete lining επένδυσις διά σκυροδέματος
cement floating τσιμεντοπολτός
cement grout τσιμεντοπολτός
cement layer στρώμα τσιμέντου
cement mortar τσιμεντοκονία
cement stabilized soil έδαφος σταθεροποιημένο με τσιμέντο
cement-bound granular material αδρανή κατεργασμένα με τσιμέντο
cement-bound granular material μίγμα σκύρων-τσιμέντου
cement-lime mortar τσιμέντο-ασβεστοκονίαμα
cementitious fly ash υδραυλική ιπτάμενη τέφρα
center ικρίωμα
center bay κεντρικό φάτνωμα
center span κεντρικό άνοιγμα
centering ικρίωμα
Central Committee of Forest Owners of the EEC Κεντρική Επιτροπή Δασικής Ιδιοκτησίας της ΕΟΚ
central lock κεντρική κλεισιάδα
central mixing ανάμιξη σε κεντρική εγκατάσταση
central mixing plant κεντρική εγκατάσταση παραγωγής
central plant δοσομετρική εγκατάστασις διά μαλακτήρας επί φορτηγών οχημάτων
central support κεντρικό εφέδρανο