DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Forestry (3099 entries)
care-demanding species είδη που απαιτούν φροντίδα
carpenter ξυλουργός
carrot load φορτίο μορφής καρότου
carrying bearing strength φέρουσα ικανότητα
carrying bearing strength δυνατότητα φόρτισης
cascade fir ελάτη η αγαπητή
casehardened επιφανειακά σκληρυμένος
casual forest worker εποχιακός δασικός εργάτης
category of threat κατηγορία κινδύνου
caterpillar ερπυστριοφόρο μηχάνημα
caterpillar προνύμφη
cavitation δημιουργία φυσαλίδων ατμού σε ένα ρέον υγρό
cedar κέδρος
ceilings οροφές
cell phone κινητό τηλέφωνο
center-located κεντρικά τοποθετημένος
centerline κεντρική γραμμή
central lock κεντρικό κλείδωμα
centre joint κεντρική άρθρωση
certification systems συστήματα πιστοποίησης