DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Labor law (3683 entries)
career breaks scheme καθεστώς διακοπής της σταδιοδρομίας
career military personnel μόνιμοι στρατιωτικοί
career progression εξέλιξη σταδιοδρομίας
careers guidance officer υπάλληλος υπεύθυνος για θέματα επαγγελματικού προσανατολισμού
caretaker θυρωροί
caretaker φύλακες ακινήτων
cargo rice ρύζι cargo
carpenter ξυλουργός ορυχείου
carpenter ξυλουργός οικοδομών
carpenter and joiner ξυλουργός κουφωμάτων
carpet weaver ταπητουργός-υφαντής
cartographic draughtsman σχεδιαστής χαρτογραφικού σχεδίου
case hardener βαφεύς
cashless pay διακοπή της πληρωμής αμοιβών σε μετρητά
caster χύτης
caster χύτης ειδών από πορσελάνη
casting bay helper εργάτης λάκκου χυτεύσεως
casual labor ευκαιριακό εργατικό δυναμικό
casual labour ευκαιριακό εργατικό δυναμικό
casual work ευκαιριακή απασχόληση