DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Labor law (3683 entries)
audit διακρίβωση
Authority Empowered to Conclude Contracts of Employment Αρμόδια Αρχή για τη Σύναψη των Συμβάσεων Πρόσληψης
automatic beam trip safety device διάταξη αασφαλείας ενσωματωμένη στο σταβάρι των αρότρων
automatic inflation device σύστημα αυτόματου φουσκώματος
automatic length adjustment αυτόματη ρύθμιση του μήκους
automatic pay indexation αυτόματη αναπροσαρμογή των μισθών
automatic wage drift αυτόματη παρέκκλιση μισθών
autonomous work group αυτόνομη ομάδα παραγωγής
auxiliary staff member επικουρικός υπάλληλος
auxiliary worker εργάτες κονσερβοποιΐας
auxiliary worker εργάτες αρτοποιΐας και ζαχαροπλαστικής
available for work διαθέσιμος για εργασία
average earnings μέσος όρος αποδοχών
baffle συσκευή απόσβεσης θορύβου
bagman ντίλερ
balance of bargaining power ισότητα όπλων
balcony man ελεγκτής παραγωγής επιπέδου υάλου
baldrick ζώνη
bands ζώνες
bands λωρίδες