Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(34530 entries)
air
αερίζω
air ambulance
αεροπορικό ασθενοφόρο
air bed
στρώματα που φουσκώνουν με αέρα 2. στρώματα πληρούμενα δι'αέρος
air bottle, compressed air bottle
φιάλη πεπιεσμένου αέρα
air carbine
καραμπίνα με συμπιεσμένο αέρα
Air Chief Marshal
πτέραρχος
Air Commodore
ταξίαρχος
Air Component Command
Διοίκηση Αεροπορικού Στοιχείου
air conditioning plant
εγκατάσταση κλιματισμού
air control team
ομάδα επαφής-ελέγχου αεροπορικού πυρός
air current
ροή
air current
ροή/παροχή υγρού
air defence
αντιαεροπορική άμυνα
air defence area
ζώνη αεράμυνας
air defence missile
βλήμα εδάφους-αέρος
air defence missile
βλήμα επιφανείας-αέρος
air defence missile
πύραυλος εδάφους-αέρος
air defence missile
πύραυλος επιφανείας-αέρος
air defence system
σύστημα αεράμυνας
air detritiation system
σύστημα αφαίρεσης του τριτίου από τον αέρα
Get short URL