Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Finances
(25411 entries)
accumulated amount
συσσωρευμένο ποσό
accumulated benefit obligation
συσσωρευμένη υποχρέωση κερδών
accumulated debt stocks
συσσωρευμένο χρέος
accumulated dividend
σωρευτικόν μέρισμα
accumulated dividend
δεδουλευμένον μέρισμα
accumulated earnings tax
φόρος αθροιστικών κερδών
accumulated expenditure
συνολικές δαπάνες
accumulated indicator
συνολικός δείκτης
accumulated interest
καθυστερηθείς τόκος
accumulated interest
δεδουλευμένοι τόκοι
accumulated interest
δεδουλευμένος τόκος
accumulated other comprehensive income
λοιπό συνολικό συσσωρευμένο εισόδημα
accumulated profits tax
φόρος αθροιστικών κερδών
accumulation
κεφαλαιοποίηση
accumulation area
ζώνη συσσώρευσης
accuracy of the particulars contained in the declaration
ακρίβεια των στοιχείων της διασάφησης
achieve cost-effective resource-raising
αντλώ πόρους με καλή σχέση κόστους-απόδοσης
achieve cost-effective resource-raising
αντλώ πόρους υπό συμφέροντες όρους
acid-test ratio
δείκτης ρευστότητας
acid-test, liquid, quick ratio
δείκτης δυνατότητας κάλυψης υποχρεώσεων
Get short URL