DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V WY Z   <<  >>
Terms for subject Law (15794 entries)
accruing right κεκτημένο δικαίωμα
accusatorial procedure κατηγορητική διαδικασία
accusatory procedure αμφισβητούμενη διαδικασία
achieve a stage in attaining freedom of establishment as regards a particular activity πραγματοποιώ ένα στάδιο της ελευθερίας εγκαταστάσεως σε ορισμένη δραστηριότητα
achieving the internal market πραγματοποίηση της εσωτερικής αγοράς
acknowledgment of something as a fact δικαστικό πρακτικό
acquiesce παρέχω την συναίνεσή μου
acquiesce in the use of the Community trade mark in the territory where this right is protected ανέχομαι τη χρήση του κοινοτικού σήματος στο έδαφος στο οποίο προστατεύεται το δικαίωμα αυτό
acquire jointly control of αποκτώ από κοινού τον έλεγχο
acquire rights by subrogation δικαιώματα στα οποία υποκαθίσταμαι
acquire the authority of a final decision αποκτώ ισχύ δεδικασμένου
acquired right κεκτημένο δικαίωμα
acquired rights κεκτημένα δικαιώματα
acquired rights clause ρήτρα διατήρησης των κεκτημένων δικαιωμάτων
acquis κεκτημένο της Ένωσης
acquis κεκτημένο ΕΕ
acquis communautaire κοινοτικό κεκτημένο
acquis communautaire κεκτημένο
acquisition of a controlling interest εξαγορά ελέγχουσας συμμετοχής
acquisition of nationality κτήση της ιθαγένειας