Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(34530 entries)
sticking plaster
προσκολλητικό έμπλαστρο
stiff
δύσκαμπτη
stiff
δύσκαμπτο
stiffening ring
ενισχυτικός δακτύλιος
stiletto
στιλέτο
still
ωστόσο
still
ακόμη
stimulate
διεγείρω
stimulating public discussion
έναρξη των συζητήσεων
stimulus provided by the budgetary resources deployed
πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα των χρησιμοποιούμενων πόρων του προϋπολογισμού
stink
βρωμοκοπώ
stippling
σκίαση
stipulation
ρήτρα
stir
αναδεύω
stir up
ξεσηκώνω
stitch
βελονιά
stochastic risk
στοχαστικός κίνδυνος
stock
εφοδιάζω
stock at the mine
απόθεμα που υπάρχει στο ορυχείο
stock of monetary gaps
συσσωρευμένες νομισματικές αποκλίσεις
Get short URL