DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (36483 entries)
make known γνωστοποιώ
make known one's views γνωμοδοτώ
make objection in respect of a member of the Disciplinary Board ζητώ την εξαίρεση μέλους του πειθαρχικού συμβουλίου
make objection in respect of a member of the Disciplinary Board, to εξαιρώ ένα μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου
make one's attitude known αποφαίνεται
make out in duplicate συντάσσω εις διπλούν
make the budget συντάσσω την κατάσταση προβλεπομένων δαπανών
make-up capacity ικανότης συστήματος συμπληρώσεωςνερού ψύξεως
make-up of documents εργασίες τελικής επεξεργασίας των εγγράφων
make-up system σύστημα συμπληρώσεως νερού ψύξεως
make-up system σύστημα συμπληρώσεως
maker δημιουργός
making ανάδειξη
making a butt weld in the downhand position μετωπική συγκόλληση οριζοντίας διάταξης
making a butt weld in the flat position μετωπική συγκόλληση οριζοντίας διάταξης
making a butt weld in the gravity position μετωπική συγκόλληση οριζοντίας διάταξης
making a butt weld in the horizontal position μετωπική συγκόλληση οριζοντίας διάταξης
making a butt weld in the horizontal position οριζόντια συγκόλληση σε τοιχώματα
making a butt weld in the horizontal-vertical position οριζόντια συγκόλληση σε τοιχώματα
making of cider and similar products επεξεργασία μηλίτη οίνου και παραπλήσιων προϊόντων