DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D EG H IK L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Ecology (148 entries)
linking directive οδηγία σύνδεσης
long-term CER μακροπρόθεσμη πιστοποιημένη μείωση εκπομπών
long-term certified emission reduction μακροπρόθεσμη πιστοποιημένη μείωση εκπομπών
low-carbon technology τεχνολογία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα
more carbon intensive fossil fuel ορυκτά καύσιμα μεγαλύτερης έντασης άνθρακα
national administrative platform εθνική διοικητική πλατφόρμα
national KP registry εθνικό μητρώο ΠΚ
national Kyoto Protocol registry εθνικό μητρώο ΠΚ
operator holding account λογαριασμός αποθέματος φορέων εκμετάλλευσης
oxidation factor συντελεστής οξείδωσης
percolating filter χαλικοδιυλιστήριο
percolating filter βιολογικό φίλτρο
percolating filter σταλάζον φίλτρο
perfluorotributylamine υπερφθοροτριβουτιλαμίνη
pre-registration προκαταχώριση
previous period surplus reserve αποθεματικό από το πλεόνασμα προηγούμενης περιόδου
quick shut-off valve δικλείδα ταχείας διακοπής παροχής
removal unit μονάδα εξάλειψης
replacement account λογαριασμός αντικατάστασης
Sealed House Evaporation Determination προσδιορισμός εξάτμισης σε κλειστό χώρο