Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(36499 entries)
periodic premiums
περιοδικά ασφάλιστρα
periodicals directory
βιβλιογραφία περιοδικών
peripheral driver circuits
περιφερειακά κυκλώματα - οδηγοί
peripheral nature
απομάκρυνση από το κέντρο
peripheral nature
περιφερειακός χαρακτήρας
peripheral nature
περιφερειακότητα
peripheral situation
(d version)
περιφερειακότητα
peripheral situation
(d version)
απομάκρυνση από το κέντρο
peripheral situation
(d version)
περιφερειακός χαρακτήρας
peritectic point
περιτηκτικό σημείο
permanent
μόνιμη
permanent
μόνιμο
permanent civil servant
μόνιμος υπάλληλος
Permanent Committee
Μόνιμη Επιτροπή Βουλευτών
Permanent Council
Μόνιμο Συμβούλιο; Μόνιμο Συμβούλιο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη; Μόνιμο Συμβούλιο του ΟΑΣΕ
Permanent Council of the Organisation for Security and Cooperation in Europe
Μόνιμο Συμβούλιο; Μόνιμο Συμβούλιο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη; Μόνιμο Συμβούλιο του ΟΑΣΕ
permanent EU Cell at SHAPE
μόνιμη μονάδα της ΕΕ στο SHAPE
Permanent Group of Experts
Διαρκής Ομάδα Εμπειρογνωμόνων
Permanent International Commission for Firearms Testing
Διεθνής Μόνιμη Επιτροπή για τη Δοκιμή των Φορητών Οπλων; Μόνιμη Διεθνής Επιτροπή για τη Δοκιμή των Φορητών Οπλων
Permanent International Commission for the Proof of Small Arms
Διεθνής Μόνιμη Επιτροπή για τη Δοκιμή των Φορητών Οπλων; Μόνιμη Διεθνής Επιτροπή για τη Δοκιμή των Φορητών Οπλων
Get short URL