Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(36483 entries)
stock option
δικαίωμα προαίρεσης μετοχών
stock or security brokers
χρηματιστές και χρηματομεσίτες
stockbroker's clerk
αντικρυστής
Stockholm International Peace Research Institute
Διεθνές Iνστιτούτο Eρευνών της Στοκχόλμης για την Eιρήνη
Stockholm Programme
το μετά τη Χάγη Πρόγραμμα
Stockholm Programme
Πρόγραμμα της Στοκχόλμης
stocking
συσσώρευση
stocking
αποθήκευση
stocking
συμφόρηση
stocking
συνάθροιση
stockpile
αποθήκη
stoichiometric air/fuel ratio
στοιχειομετρική αναλογία αέρα/καυσίμου
stoichiometric air/fuel ratio
στοιχειομετρική αναλογία καυσίμου-αέρα
stoichiometric fuel/air ratio
στοιχειομετρική αναλογία καυσίμου-αέρα
stoichiometric ideal air/fuel ratio
στοιχειομετρική αναλογία καυσίμου-αέρα
stoichiometric point
στοιχειομετρική αναλογία καυσίμου-αέρα
stoichiometric ratio
στοιχειομετρική αναλογία καυσίμου-αέρα
stomach
στομάζι
Stomach irrigation
Διάλυμα για στομαχικές πλύσεις
stone miner's shift
βάρδια εξόρυξης πετρώματος
Get short URL