DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (36483 entries)
short-term limits/excursion limit όριο βραχυπρόθεσμης έκθεσης
short-time employment εργασία με μειωμένο ωράριο
short-time working εργασία με μειωμένο ωράριο
short-to medium term enrichment service βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες υπηρεσίες εμπλουτισμού
shortage ανεπάρκεια
shortcomings in the rules ελλείψεις του κανονισμού
Shorter-Range Intermediate-Range Nuclear Forces πυρηνικά όπλα μικρότερου μέσου βεληνεκούς
Shorter-Range Intermediate-Range Nuclear Forces μικρότερου μέσου βεληνεκούς πυρηνικά όπλα
shorthand typewriter allowance επίδομα μηχανήματος στενοτυπίας
shortlist κατάλογος τελικής επιλογής
shortly σύντομα
shot πυροβολισμός
shot βολή
shot cartridge φυσίγγι με χοντρά σκάγια
shotgun microphone μικρόφωνο μικρής εμβέλειας
should θα έπρεπε
should voting result in a σε περίπτωση ισοψηφίας
shouldered firing βολή κάλυψης
shout φωνάζω
shove σπρώχνω