DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (36483 entries)
local border authority προσωπικό μεθοριακού σταθμού
local capacities τοπικές δυνατότητες
local climate τοπικό κλίμα
local committee τοπική επιτροπή
local consular cooperation regarding visas τοπική συνεργασία Σένγκεν
Local Councillors Working Party Ομάδα εργασίας "Εκπρόσωποι τοπικής αυτοδιοίκησης"
local decision-makers οι αρμόδιοι για τη λήψη αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο οι υπεύθυνοι για τη λήψη αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο
local democracy scheme σχέδιο για την ανάπτυξη της τοπικής δημοκρατίας
local democracy scheme σχέδιο Lodé
local development τοπική ανάπτυξη
Local development and employment initiatives Τοπικές πρωτοβουλίες ανάπτυξης και απασχόλησης
local development initiative πρωτοβουλία τοπικής ανάπτυξης
local development strategy στρατηγική ενδογενούς ανάπτυξης
local employment initiative τοπική πρωτοβουλία για την απασχόληση
local employment initiatives τοπικές πρωτοβουλίες απασχόλησης
local executive body Τοπικό εκτελεστικό όργανο
local exhaust τοπικός απαγωγός
local government control έλεγχος τοπικής αυτοδιοίκησης
local missile effects τοπικές συνέπειες από εκσφενδονιζόμενο αντικείμενο
local movement τοπική κυκλοφορία