Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(36483 entries)
gun
πυροβόλο
gun
όπλο
gun laying equipment
εξοπλισμός σκόπευσης
gun pack
φορέας πυροβόλου
gun resembling a walking-stick
ράβδος-τουφέκι
gun sight head
κεφαλή σκοπευτικού
gun sight head
στόχαστρο
gun stand
υποστάτης
gun-blast tube
σωλήνας διαφυγής αερίων
gunner
πολυβολητής
gunner
ναύτης πυροβολητής
guns
κανόνια
gunsight
σκοπευτικό
gunsight
σταυρόνημα σκόπευσης
gunsight
στόχαστρο
gunsight head
στόχαστρο
gunsight head
κεφαλή σκοπευτικού
gunsight heat
κεφαλή σκοπευτικού
gunsight heat
στόχαστρο
gunsmith's vice
μέγγενη οπλουργού
Get short URL