DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Economy (17029 entries)
gross salary ακαθάριστο εισόδημα
gross saving ακαθάριστη αποταμίευση
gross system of recording VAT ακαθάριστο σύστημα εγγραφής του ΦΠΑ
gross value added at market prices ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε αγοραίες τιμές
gross value added at market prices by branch ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε αγοραίες τιμές κατά κλάδους
gross value added at market prices excluding all VAT ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε αγοραίες τιμές εκτός από το σύνολο των ΦΠA
gross value added at market prices including VAT ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε αγοραίες τιμές συμπεριλαμβανομένου του ΦΠA
gross value of output ακαθάριστη αξία παραγωγής
gross value of production ακαθάριστη αξία παραγωγής
gross value of production per capita ακαθάριστη παραγωγή κατά κεφαλή
gross value of production per capita ακαθάριστη παραγωγή ανά κάτοικο
gross value of production per head ακαθάριστη παραγωγή κατά κεφαλή
gross value of production per head ακαθάριστη παραγωγή ανά κάτοικο
gross wages and salaries ακαθάριστοι μισθοί και ημερομίσθια
gross yield return μικτή εξισορροπημένη απόδοση
gross yield return μικτή διορθωμένη απόδοση
gross-up of bond issues ρήτρα gross-up -- ρήτρα εξασφάλισης καθαρής απόδοσης (ομολογίας)
ground handling υπηρεσίες εδάφους
ground staff προσωπικό εδάφους
groundnut αραχίδα