DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (36483 entries)
furling speed ταχύτητα αποσύνδεσης
furnace elbow καμπύλο εξάρτημα αγωγού καυσαερίων
furnace extraction system άμεση αναρρόφηση
furnace pulpit χειριστήριο
furnace roof θολωτό κάλυμμα
furnish εφοδιάζω
furnish false information deliberately παρουσιάζω σκόπιμα ψευδή στοιχεία
furnish false information deliberately, to παρουσιάζω σκόπιμα ψευδή στοιχεία
furniture and personal effects οικοσκευή
furniture polish στίλβωμαγια παρκέτα,έπιπλα,λινοτάπητες,κ.λπ.
further περαιτέρω
further προωθώ
further πρόσθετη
further πρόσθετο
further πρόσθετος
further vocational training περαιτέρω επαγγελματική κατάρτιση
further vocational training συμπληρωματική επαγγελματική κατάρτιση
furthermore επιπροσθέτως
fuse-setting device αναφλεκτική διάταξη
fused lime ηλεκτρολιωμένος ασβέστης